18Eba

18Eba

Βυζαντινή Περίοδος

Κάστρο της Άρτας

 

     Το Κάστρο της Άρτας κατέχει σημαντική θέση στη μεσαιωνική και νεότερη ιστορία της πόλης, καθώς υπήρξε έδρα των ηγεμόνων του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Πιθανότατα κτίστηκε τη μεσοβυζαντινή περίοδο και ανανεώθηκε ριζικά από τον Μιχαήλ Β Κομνηνό Δούκα στα μέσα του 13ου αι. Υπήρξε εξαιρετικά ισχυρό, αφού από το Χρονικό του Μορέως είναι γνωστό ότι πολιορκήθηκε δύο φορές από τα στρατεύματα του Κάρολου Β΄ Ανζού, τα οποία παρά τις προσπάθειές τους δεν μπόρεσαν να το καταλάβουν.

Το Κάστρο είναι κτισμένο στη ΒΑ πλευρά της, πάνω σε χαμηλό λόφο. Παλαιότερα η θέση του ήταν εξαιρετικά οχυρή, αφού ένα μεγάλο μέρος του οριοθετείτο από τον ποταμό Άραχθο που τα νερά του κυλούσαν κοντά στους πρόποδες του λόφου, δημιουργώντας ένα φυσικό εμπόδιο στους επιτιθέμενους. Η στρατηγική σημασία της θέσης του ήταν γνωστή από την αρχαιότητα, αφού είχε οχυρωθεί ήδη από την αρχαία εποχή και αποτελούσε τμήμα της οχύρωσης της αρχαίας Αμβρακίας, λείψανα της οποίας, είναι σήμερα εμφανή στο κάτω μέρος της ανατολικής και βόρειας πλευράς του.

Το Κάστρο έχει σχήμα τραπεζίου και καταλαμβάνει μια έκταση περίπου 9 εκταρίων. Η σημερινή μορφή είναι αποτέλεσμα πολλών επεμβάσεων, οι οποίες όμως δεν μετέβαλαν το αρχικό του σχήμα. Το ύψος των τειχών του σε αρκετά σημεία φτάνει τα 10μ. και το πλάτος στο πάνω μέρος τους είναι 1,80 με 2,50μ. Στο πάνω μέρος των τειχών και σε όλο τους το μήκος δημιουργείται διάδρομος, που περιτρέχει το Κάστρο σε όλο σχεδόν το μήκος του. Χαρακτηριστικές είναι οι επάλξεις που σώζονται στα τείχη, αρκετές από τις οποίες χρονολογούνται τη βυζαντινή εποχή, στις οποίες μπορεί κανείς να παρακολουθούσε την εξέλιξη της οχυρωματικής τέχνης.

Ο οχυρός περίβολος του Κάστρου ενισχύεται με 18 πύργους, που βρίσκονται σε απόσταση περίπου 25μ μεταξύ τους. Πύργοι υπάρχουν κυρίως στη Β, Ν και Δ πλευρά, ενώ αντίθετα η Α. ήταν φυσικά προστατευμένη από τον ποταμό Άραχθο. Οι πύργοι είναι διαφόρων σχημάτων, ένδειξη ότι δεν είναι σύγχρονοι, αλλά προέρχονται από διάφορες επισκευές. Από αυτούς βυζαντινοί θεωρούνται μόνον οι ορθογώνιοι και οι ημικυκλικοί, ενώ οι τριγωνικοί και οι πολυγωνικοί πιστεύεται ότι είναι μεταγενέστερες προσθήκες πρέπει να έγιναν από τους Οθωμανούς στα τέλη του 17ου αι ή στις αρχές του 18ου αι., σε μια προσπάθεια εκσυχρονισμού της βυζαντινής οχύρωσης.

Από τα λιγοστά κτίρια που υπάρχουν στο εσωτερικό αξίζει να αναφερθούν τα λείψανα ενός μεγάλων διαστάσεων κτιρίου διαστάσεων ένα τμήμα του οποίου διατηρείται σε αρκετό ύψος. Το κτίριο είναι κτισμένο με πλινθοπερίκλειστο σύστημα και κατέληγε βόρεια σε ένα μικρό παρεκκλήσιο, στα θεμέλια του οποίου κτίστηκε ο ναΐσκος που υπάρχει σήμερα. Οι μεγάλες διαστάσεις του και η ύπαρξη του ναΐσκου στη βόρεια πλευρά, μας επιτρέπουν να το ταυτίσουμε το μέγαρο των ηγεμόνων του Δεσποτάτου της Ηπείρου, που πρέπει συγχρόνως να ήταν και το κέντρο διοίκησης του κράτους τους.

Εσωτερικά του Κάστρου και συγκεκριμένα η ΒΔ πλευρά του ένας εγκάρσιος τοίχος απομονώνει ένα τμήμα της βυζαντινής οχύρωσης και διαμορφώνει μια ισχυρή ακρόπολη, που ήταν παλαιότερα γνωστή ως Ουτς-Καλέ, (δηλ. εσωτερικό φρούριο) ή Καστράκι. Ένα μεγάλο μέρος ανήκει στην βυζαντινή οχύρωση, ενώ αντίθετα ο μεγάλος πολυγωνικός προμαχώνας έχει προστεθεί την περίοδο της τουρκοκρατίας, όπως και τα δύο κτίρια που υπάρχουν εσωτερικά.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Α. ΟΡΛΑΝΔΟΣ, Βυζαντινά Μνημεία της Άρτης, ΑΒΜΕ 1936, τόμ. Β΄, σ. 151-160
D. ZIVAS, The byzantine fortress of Arta, Internationales Burgen-Institut Bulletin 19(1964), σ. 33-43
Β.Ν. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Η βυζαντινή Άρτα και τα μνημεία της, Αθήνα 2002, σ. 105-113